- ιδιοκατοίκηση
- ητο να κατοικεί κάποιος σε ιδιόκτητο σπίτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιδιοκατοίκηση — η 1. το να κατοικεί κάποιος στο δικό του ιδιόκτητο σπίτι και όχι σε νοικιασμένο 2. το δικαίωμα τού ιδιοκτήτη να πάρει για δική του κατοίκηση την κατοικία που έχει νοικιάσει σε άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + κατοίκηση (< κατοικώ)] … Dictionary of Greek
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek
κάρπωση — Η χρήση και η απόκτηση των προϊόντων που παράγει ένα αστικό ακίνητο, δηλαδή η είσπραξη των μισθωμάτων ή η ιδιοκατοίκηση καθώς και η άντληση υλικών οφελών από τα προϊόντα αγρών. Στην περίπτωση της νομής δημιουργείται εκ των πραγμάτων δικαίωμα κ.… … Dictionary of Greek
τεκμαρτός — ή, ό / τεκμαρτός, ή, όν, ΝΜΑ [τεκμαίρομαι] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να συμπεράνει, να συναγάγει ως συμπέρασμα από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του νεοελλ. φρ. α) «τεκμαρτό εισόδημα» το εισόδημα που προσδιορίζεται με υπολογισμό βάσει… … Dictionary of Greek